ἠνεμόεντα

ἠνεμόεντα
ἠνεμόεις
windy
neut nom/voc/acc pl
ἠνεμόεις
windy
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… …   Dictionary of Greek

  • ηνεμόεις — ἠνεμόεις, δωρ. τ. ἀνεμόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι ἄκριας ἠνεμοέσσας», Ομ. Οδ.) 2. (για ιστίο) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα 3. (για κίνηση) ορμητικός, σφοδρός 4. γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς ἠνεμόεις» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”